- χαμογελαστός
- -ή, -ό, Ναυτός που χαμογελά, πρόσχαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού αορ. χαμογέλασ-α τού ρ. χαμογελώ + κατάλ. -τός* τών ρηματ. επιθ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσμειδιώ — προσμειδιῶ, άω, ΝΜΑ [μειδιῶ] 1. χαμογελώ σε κάποιον με συμπάθεια 2. είμαι ευμενής απέναντι σε κάποιον, τόν επικοδιμάζω 3. (ιδίως για την τύχη) ευνοώ («αὐτοῑς ἡ τύχη προσεμειδίασε», Χορίκ.) αρχ. έχω μειδίαμα στα χείλη, είμαι χαμογελαστός … Dictionary of Greek
Ζαννίνο — (Φανάρι 1922 – Αθήνα 1994). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ηθοποιού και χορευτή Γιάννη Παπαδόπουλου. Ο σχεδόν θηριώδης στην όψη αλλά πάντα χαμογελαστός Ζ. σπούδασε στη σχολή χορού Άγγελου Γριμάνη και εργάστηκε αρκετά χρόνια ως χορευτής πριν στραφεί… … Dictionary of Greek